χιλιομετρικός

χιλιομετρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιλιόμετρο, αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα: Με τη διάνοιξη του νέου δρόμου η σχετική χιλιομετρική απόσταση ελαττώθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χιλιομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ανάγεται στο χιλιόμετρο («χιλιομετρικός δείκτης») 2. αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα («χιλιομετρική απόσταση») 3. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • ταχύμετρο — Γεωδαιτικό όργανο, που χρησιμοποιείται στην ταχυμετρική χωρογράφηση, για τη μέτρηση των οριζόντιων και των κατακόρυφων γωνιών β και ν, των αποστάσεων δ και των υψών h μεταξύ του σημείου στάσης και του προσδιοριζόμενου σημείου. * * * το, Ν 1. φυσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”